βεβιασμένη

βεβιασμένη
βιάζω
constrain
perf part mp fem nom/voc sg (attic epic ionic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • βεβιασμένῃ — βιάζω constrain perf part mp fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ноуждьныи — (39) пр. 1.Связанный с принуждением; вынужденный, невольный: тѣмь вѣрою въ блѹжении прѣгрѣшивъшиимъ. и нѹждьноѥ и болѣзньноѥ. прѣстѹплѥ||ниѥ. въ обращениѥ измѣрисѧ. (βεβιασμένη) Там же, 239–240. 2. Сильный: и морю ѿ вѣтръ нуж(д)ьныхъ възмущающусѧ …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • ε — (I) (Μ ἔ) επιφών. εκφράζει: 1. ενόχληση, δυσαρέσκεια («ε πια, μάς παραζάλισες!») 2. θαυμασμό 3. επιθυμία, ευχή («ε! και να μού τύχαινε ο πρώτος αριθμός τού λαχείου!») νεοελλ. 1. βεβιασμένη συγκατάθεση («ε! φτάνει, σέ πιστεύω!») 2. κλήση («ε!… …   Dictionary of Greek

  • πάλμα — (Palma). Επώνυμο 2 Ιταλών ζωγράφων. 1. Γιάκοπο, ο Πρεσβύτερος (Σερίνα, [Μπέργκαμο] περ. 1480 – Βενετία 1528). Εργάστηκε στη Βενετία στα πρώτα χρόνια του 16ου αι. και επηρεάστηκε από τους μεγαλύτερους ζωγράφους της εποχής (Τζοβάνι Μπελίνι,… …   Dictionary of Greek

  • υπόληψη — η / ὑπόληψις, ήψεως, ΝΜΑ, και μτγν. τ. ὑπόλημψις, Α [ὑπολαμβάνω] η καλή γνώμη που διαμορφώνει κανείς για κάποιον ή για κάτι, εκτίμηση, σεβασμός (α. «είναι άνθρωπος με υπόληψη» β. «ἔργοις τὴν δόξαν καὶ τὴν τῶν στρατιωτῶν ὑπόληψιν ἐπιστοῡτο»,… …   Dictionary of Greek

  • ψύχους, βιομηχανία του- — Σύνολο οργανωμένων βιομηχανικών διαδικασιών, που αποβλέπουν στην επίτευξη θερμοκρασιών γύρω ή κάτω του 0°C σε σώματα ή σε ειδικούς χώρους. Η τεχνολογική ανάπτυξη του 19ου αι. έθεσε τις βάσεις για την κατασκευή των πρώτων μηχανημάτων παραγωγής… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”